- λυμαίνομαι
- λυμάνθηκα, καταστρέφω, φθείρω, ρημάζω: Οι πειρατές λυμαίνονταν τα παράκτια χωριά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λυμαίνομαι — βλ. πίν. 46 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λυμαίνομαι — (I) λυμαίνομαι (Α) [λύμα (I)] καθαρίζω κάτι από λύμα, από βρομιά, αφαιρώ τον ρύπο, κάνω κάτι καθαρό («πολλοὺς οἶδα ἰητρούς, οἳ πολλὰ ἤδη ἐλυμήναντο», Ιπποκρ.). (II) (AM λυμαίνομαι) βλ. λυμαίνω … Dictionary of Greek
λυμαίνομαι — λῡμαίνομαι , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμαίνεσθ' — λῡμαίνεσθε , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres imperat mp 2nd pl λῡμαίνεσθε , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres ind mp 2nd pl λῡμαίνεσθαι , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres inf mp λῡμαίνεσθε , λυμαίνομαι cleanse from dirt imperf ind mp 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελυμασμένα — λελῡμασμένα , λυμαίνομαι cleanse from dirt perf part mp neut nom/voc/acc pl λελῡμασμένᾱ , λυμαίνομαι cleanse from dirt perf part mp fem nom/voc/acc dual λελῡμασμένᾱ , λυμαίνομαι cleanse from dirt perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμαινόμεν' — λῡμαινόμενα , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp neut nom/voc/acc pl λῡμαινόμενε , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp masc voc sg λῡμαινόμεναι , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμαίνεσθε — λῡμαίνεσθε , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres imperat mp 2nd pl λῡμαίνεσθε , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres ind mp 2nd pl λῡμαίνεσθε , λυμαίνομαι cleanse from dirt imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμηνάμεν' — λῡμηνάμενα , λυμαίνομαι cleanse from dirt aor part mid neut nom/voc/acc pl λῡμηνάμενε , λυμαίνομαι cleanse from dirt aor part mid masc voc sg λῡμηνάμεναι , λυμαίνομαι cleanse from dirt aor part mid fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελυμασμένας — λελῡμασμένᾱς , λυμαίνομαι cleanse from dirt perf part mp fem acc pl λελῡμασμένᾱς , λυμαίνομαι cleanse from dirt perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελυμασμένον — λελῡμασμένον , λυμαίνομαι cleanse from dirt perf part mp masc acc sg λελῡμασμένον , λυμαίνομαι cleanse from dirt perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)